- ελικόστημα
- τοδεύτερο ποδόστημα που υπάρχει μόνο στα ελικοκίνητα πλοία, ποδόσταμο τής προπέλας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έλικας — ο και έλικα, η (ΑΜ ἕλιξ, η Α και εἷλιξ, η) 1. σπειροειδής, κουλουριαστή γραμμή 2. κόσμημα σε σχήμα έλικα, βραχιόλι, δαχτυλίδι, σκουλαρίκι 3. το σχήμα με τις συστροφές τού όστρακου τού κοχλία 4. οι συστροφές τών εντέρων 5. νηματοειδές τμήμα τού… … Dictionary of Greek